- θεοφύλακτος
- I
(; – 843). Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας και επίσκοπος Νικομήδειας. Με προτροπή του πατριάρχη Ταρασίου μόνασε στον Πόντο και μετά από επιτυχή δοκιμασία χειροτονήθηκε μητροπολίτης. Διακρίθηκε για τη μεγάλη φιλανθρωπική του δραστηριότητα. Επειδή αντιμετώπισε θαρραλέα τον εικονομάχο αυτοκράτορα Λέοντα E’, εξορίστηκε στο φρούριο Στρόβιλο, το σημερινό Βρυόκαστρο, όπου πέθανε. Η Εκκλησία τον κατέταξε στους ομολογητές της πίστης και τον ανακήρυξε άγιο. Η μνήμη του τιμάται στις 8 Μαρτίου.II(10ος αι.). Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως (933-956). Ήταν γιος του αυτοκράτορα Ρωμανού Α’ του Λεκαπηνού και χάρη σε σκανδαλώδη απόφαση του πατέρα του ανέβηκε στον πατριαρχικό θρόνο σε ηλικία 16 ετών. Με την υποστήριξη του πατέρα του και τη διστακτική στάση του νόμιμου αυτοκράτορα Κωνσταντίνου Z’, κατόρθωσε να παραμείνει στο αξίωμά του, παρά την ασυμβίβαστη με αυτό ζωή του, έως το 956, οπότε εξαιτίας ενός τραυματισμού του κατά τη διάρκεια της ιππασίας αναγκάστηκε να εγκαταλείψει την άσκηση της εκκλησιαστικής εξουσίας. Το πιο αξιοσημείωτο γεγονός στη διάρκεια της πατριαρχίας του ήταν ο εκχριστιανισμός των Ούγγρων.III(11ος αι.). Αρχιεπίσκοπος Αχρίδας (1078-1109). Καταγόταν από την Εύβοια. Μαθήτευσε κοντά στον Μιχαήλ Ψελλό στην Κωνσταντινούπολη. Διακρίθηκε για τη βαθιά του μόρφωση και ενώ ήταν διάκονος ακόμα της Αγίας Σοφίας διορίστηκε παιδαγωγός του Κωνσταντίνου, γιου του αυτοκράτορα Μιχαήλ Z’ του Δούκα. Το 1078 αναγορεύτηκε αρχιεπίσκοπος Αχρίδας και στάλθηκε στη Βουλγαρία όπου όμως συνάντησε μεγάλες δυσκολίες προσαρμογής. Από το πλούσιο συγγραφικό του έργο ξεχωρίζουν για τη συνάφεια του λόγου και τη θετικότητα της κριτικής τεκμηρίωσής τους τα υπομνήματά του στα Ευαγγέλια, στις Πράξεις και στις επιστολές του Αποστόλου Παύλου καθώς και στους ελάσσονες προφήτες.* * *και θεοφύλαχτος, -η, -ο (AM θεοφύλακτος, -ον)αυτός που φυλάσσεται, που προστατεύεται από τον θεό («ἡ θεοφύλακτος πόλις» — η Κωνσταντινούπολη).[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο-* + -φύλακτος (< φυλάσσω), πρβλ. α-προ-φύλακτος, α-φύλακτος].
Dictionary of Greek. 2013.